περίγεια

περίγεια
περίγειος
surrounding the earth
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… …   Dictionary of Greek

  • θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”